Ο Νίκος Μάντζαρης μίλησε στη Ναυτεμπορική Τηλεόραση για τις επιπτώσεις του νέου Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS2) για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές στα ευάλωτα νοικοκυριά, καθώς και για τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα για την αντιμετώπισή τους.
Σχόλια και συστάσεις της Πράσινης Δεξαμενής σχετικά με τη δημόσια διαβούλευση για το Κοινωνικό Σχέδιο για το Κλίμα στην Ελλάδα
Το εθνικό σχέδιο της Ελλάδας για το κοινωνικό κλίμα παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες και κενά που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του ETS2.

Βρισκόμαστε στην αρχή του νέου θεσμικού κύκλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόσφατα επανεκλεγείσα Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ΕΟΔ). Αν και μεγάλο μέρος της σχετικής εκτελεστικής νομοθεσίας ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας – εν μέσω μιας “τέλειας καταιγίδας” πολλαπλών κρίσεων – είναι σαφές ότι το δυσκολότερο μέρος είναι ακόμη μπροστά μας.
Ίσως μία από τις μεγαλύτερες επερχόμενες προκλήσεις για τον ΕΟΔ είναι η έναρξη του νέου συστήματος εμπορίας εκπομπών (ETS 2) για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές, το 2027. Οι τομείς αυτοί ευθύνονται σήμερα (2022) για το 35% περίπου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ-27 και το 27% στην Ελλάδα. Στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, είναι ανάγκη να επιταχυνθεί η απεξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα. Όπως και στην περίπτωση του “παραδοσιακού” ΣΕΔΕ, το οποίο λειτουργεί από το 2005 και αφορά τους τομείς της ηλεκτροπαραγωγής και της βιομηχανίας, το ΣΕΔΕ 2 εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο μέσω της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σε πρακτικό επίπεδο, η εφαρμογή του ETS 2 σημαίνει ότι όσο οι πολίτες και οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα για θέρμανση και μεταφορές, οι λογαριασμοί τους θα διογκωθούν ακόμη περισσότερο σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα από το 2027 και μετά. Ωστόσο, τα πιο κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τη μελλοντική εφαρμογή του ETS 2 θα αποφασιστούν το 2025.
Αναγνωρίζοντας τον κοινωνικό αντίκτυπο του ΣΕΔΕ 2, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο, με τη χαρακτηριστική ονομασία Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα (SCF), για να στηρίξει τους πιο ευάλωτους πολίτες των κρατών μελών που αναμένεται να επηρεαστούν περισσότερο από τη διαδικασία απαλλαγής από τον άνθρακα σε αυτούς τους δύο τομείς. Ομολογουμένως, το μέγεθος του SCF (86,7 δισ. ευρώ για την επταετία 2026-2032, 4,8 δισ. ευρώ για την Ελλάδα) είναι πολύ μικρό για να αντιμετωπίσει πλήρως την πρόκληση της μείωσης της ενεργειακής φτώχειας και της φτώχειας στις μεταφορές. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν ήδη στη διάθεσή τους τα έσοδα από το υφιστάμενο ΣΕΔΕ, τα οποία – σύμφωνα με την οδηγία – μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για το “πρασίνισμα” των μεταφορών και για έργα μείωσης του ανθρακικού αποτυπώματος των κτιρίων. Επιπλέον, από το 2027 τα κράτη μέλη θα έχουν στη διάθεσή τους τα έσοδα από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων στο πλαίσιο του νέου ΣΕΔΕ 2, τα οποία προφανώς θα αυξηθούν καθώς θα αυξάνεται η τιμή των δικαιωμάτων σε αυτό το νέο σύστημα εμπορίας εκπομπών. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα έχουν στη διάθεσή τους πόρους από διάφορες πηγές για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση.
Σύμφωνα με τον κανονισμό SCF, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα λεγόμενα “κοινωνικά σχέδια για το κλίμα” (SCP) έως τον Ιούνιο του 2025. Αυτά θα περιγράφουν λεπτομερώς πώς οι χώρες θα χρησιμοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους για να βοηθήσουν τα ευάλωτα άτομα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την επερχόμενη αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές.
Καθώς η πρώτη δόση του SCF θα εκταμιευθεί το 2026, το χρονικό πλαίσιο για τη διαμόρφωση των κοινωνικών σχεδίων για το κλίμα είναι στενό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να προσεγγιστούν ως μια βιαστική υπολογιστική άσκηση ή ως ένα ακόμη παραδοτέο από τα κράτη μέλη προς την ΕΕ. Εξάλλου, σύμφωνα με τον σχετικό κανονισμό SCF, η εκτεταμένη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους θα πρέπει να διαδραματίσει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχεδίων για το κλίμα. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος ξεκίνησε αυτή τη διαδικασία στις αρχές Δεκεμβρίου 2024 με μια συνάντηση στην οποία προσκλήθηκε μεγάλος αριθμός ενδιαφερομένων, αλλά δυστυχώς ελάχιστοι παρευρέθηκαν – μεταξύ των οποίων η Πράσινη Δεξαμενή και άλλες περιβαλλοντικές ΜΚΟ. Προκειμένου να ενισχυθεί η συμμετοχή, είναι επομένως απαραίτητο να υπάρξει μια πολύ πιο δυναμική ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τη σημασία των ευρύτερων εξελίξεων γύρω από το ΣΕΔΕ 2 και τις αποφάσεις που θα ληφθούν μέχρι τον Ιούνιο του 2025 για τις πιο ευάλωτες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά το περιεχόμενο των σχεδίων, η πρώτη βασική παράμετρος αφορά τον ίδιο τον ορισμό του προβλήματος, συγκεκριμένα ποιες κατηγορίες πολιτών θα είναι οι δικαιούχοι των πόρων και ποιες θα είναι οι αναμενόμενες επιπτώσεις σε αυτούς από τη λειτουργία του ΣΕΔΕ 2. Ο προσδιορισμός αυτών των παραμέτρων θα επηρεάσει το είδος των μέτρων και των πολιτικών που θα εφαρμοστούν και το ύψος των πόρων που απαιτούνται για την κατάλληλη αντιμετώπιση της πρόκλησης και την επίτευξη σημαντικής βελτίωσης της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Ένα θεμελιώδες ζήτημα αφορά τη διάκριση στη χρήση των πόρων μεταξύ της άμεσης οικονομικής στήριξης των ευάλωτων πολιτών και των μέτρων που θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη ρίζα του, μειώνοντας μόνιμα την εξάρτηση των νοικοκυριών από τα ορυκτά καύσιμα. Ο κανονισμός για το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα θέτει ανώτατο όριο άμεσης ενίσχυσης το 37% του συνολικού SCF. Ωστόσο, δεν υπάρχει τέτοιο ανώτατο όριο για τη χρήση του πολύ μεγαλύτερου ποσού του ΣΕΔΕ (υφιστάμενου και νέου). Ως αποτέλεσμα, από την έναρξη της 4ης φάσης του ΣΕΔΕ μέχρι σήμερα (περίοδος 2021-2024) η Ελλάδα έχει διαθέσει πάνω από το 68% των πόρων της (3,35 δισ. ευρώ) στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, το οποίο έχει συμβάλει ελάχιστα στην οριστική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αντιθέτως, από την εισαγωγή του στην αρχή της μεγάλης ενεργειακής κρίσης το 2021 έως σήμερα, οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης χρησιμοποιήθηκαν για τη μείωση των λογαριασμών ενέργειας, οι οποίοι περιοδικά διογκώνονται από την αύξηση των τιμών ή/και τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Υπό αυτή την έννοια, το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης επιδοτεί έμμεσα την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, χωρίς ωστόσο να θωρακίζει τα νοικοκυριά από την επόμενη τέτοια κρίση τιμών. Η πολιτική αυτή μπορεί να είναι εύκολη στην εφαρμογή και δημοφιλής, αλλά αν συνεχίσει να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας στα κτίρια και στις οδικές μεταφορές λόγω της λειτουργίας του ETS 2, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι διαθέσιμοι πόροι θα εξαντληθούν γρήγορα, αφήνοντας τους πολίτες εκτεθειμένους στο κόστος του άνθρακα.
Ως εκ τούτου, πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλιστεί ότι οι πεπερασμένοι πόροι του SCF και του ETS 2 θα κατευθυνθούν εκεί όπου πραγματικά θα “αποδώσουν” και όχι στις επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων. Αλλά και εκεί τα ζητήματα είναι πολύπλοκα. Για παράδειγμα, στα κτίρια, πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι μεταξύ των απαραίτητων ενεργειακών αναβαθμίσεων και εκείνων που πρέπει να ενισχύσουν την ηλεκτροδότηση της θέρμανσης και την αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είτε από μεμονωμένα νοικοκυριά είτε από ενεργειακές κοινότητες; Στις οδικές μεταφορές, εκτός από την προώθηση της ηλεκτροκίνησης, η ανάπτυξη της οποίας αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, οι πόροι θα κατευθυνθούν σε μέτρα βιώσιμης κινητικότητας ή στην ανάπτυξη πολύ πιο αποδοτικών και καθαρών δημόσιων μεταφορών; Θα δοθεί έμφαση σε μέτρα όπως η μείωση των ορίων ταχύτητας, ή η προώθηση του car-pooling και της εξ αποστάσεως εργασίας;
Η ανάπτυξη των Κοινωνικών Σχεδίων για το Κλίμα αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών συνδυάζοντας τη μείωση των λογαριασμών ενέργειας με την προστασία του κλίματος. Προϋπόθεση για την αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας είναι να δοθούν τεκμηριωμένες απαντήσεις στα παραπάνω δύσκολα ερωτήματα έως τον Ιούνιο του 2025, μετά από διαβούλευση και πραγματική συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους. Διαφορετικά, οι όποιες πολιτικές αποφασιστούν κινδυνεύουν να αποτύχουν, καθώς θα απευθύνονται σε μια απληροφόρητη και αδέσμευτη κοινωνία, οδηγώντας τελικά σε διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ιδίως της ενεργειακής και μεταφορικής φτώχειας.
*Αυτό το άρθρο γνώμης δημοσιεύθηκε αρχικά στο energypress.gr στα ελληνικά, στις 22 Δεκεμβρίου 2024.