Η Ελλάδα διαθέτει €4,78 δισ. από το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, αλλά με σωστή αξιοποίηση των πρόσθετων πόρων από ΣΕΔΕ1 και ΣΕΔΕ2, συνολικά έως €15,5 δισ., μπορεί να στηρίξει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά, μειώνοντας την ενεργειακή και μεταφορική ευαλωτότητα και προωθώντας τη δίκαιη πράσινη μετάβαση.
Πράσινη μετάβαση και κοινωνική δικαιοσύνη: ΣΕΔΕ2
Ο Νίκος Μάντζαρης μίλησε στο Κανάλι τηςΝαυτεμπορικής για τις επιπτώσεις του νέου Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ2) για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές στα ευάλωτα νοικοκυριά, καθώς και για τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα για την αντιμετώπισή τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του Επιτρόπου Κλίματος, Wopke Hoekstra, ανακοίνωσε ότι θα ανταποκριθεί στο αίτημα 19 κρατών-μελών —μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα— για αλλαγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που διέπει το νέο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-2) για τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές.
Το αίτημα αυτό, διατυπωμένο σε ένα άτυπο έγγραφο (non-paper), εκφράζει την ανησυχία ότι η εφαρμογή του ΣΕΔΕ-2 θα επιβαρύνει υπέρμετρα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αυξάνοντας το κόστος της θέρμανσης και των μετακινήσεων μέσω της τιμής των ορυκτών καυσίμων.
Ανταποκρινόμενος στις πιέσεις, ο Επίτροπος Hoekstra ανακοίνωσε πως η Επιτροπή προτίθεται να αλλάξει τους κανόνες λειτουργίας του «Αποθεματικού Σταθερότητας της Αγοράς» (Market Stability Reserve – MSR), το οποίο καθορίζει την προσφορά δικαιωμάτων εκπομπών και άρα επηρεάζει τις τιμές στο νέο χρηματιστήριο ρύπων. Ο στόχος είναι σαφής: να περιοριστεί η τιμή των δικαιωμάτων και, κατ’ επέκταση, να μειωθεί το κόστος για τους πολίτες.
Εκ πρώτης όψεως, η κίνηση αυτή φαίνεται λογική. Αν αναμένεται αύξηση του κόστους των καυσίμων, γιατί να μην παρέμβει η ΕΕ για να αμβλύνει το πλήγμα στα νοικοκυριά; Ωστόσο, πίσω από αυτή την «κοινωνικά ευαίσθητη» προσέγγιση κρύβονται σοβαρές παρενέργειες —οικονομικές, περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές.
Μειώνοντας προσωρινά τις τιμές, μειώνουμε τους πόρους για τις μόνιμες λύσεις
Η μείωση της τιμής του δικαιώματος εκπομπών περιορίζει βραχυπρόθεσμα την οικονομική επιβάρυνση, αλλά ταυτόχρονα μειώνει και τα έσοδα που θα είχαν τα κράτη-μέλη για επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση.
Τα έσοδα από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων του ΣΕΔΕ-2 προορίζονται ακριβώς για έργα που μπορούν να μειώσουν μόνιμα το ενεργειακό κόστος: ενεργειακές αναβαθμίσεις, εξηλεκτρισμό της θέρμανσης, εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ή δράσεις βιώσιμης κινητικότητας. Πρόκειται για έργα που μπορούν να απαλλάξουν οριστικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα — όχι να τους ανακουφίσουν προσωρινά.
Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, εάν η μέση τιμή του δικαιώματος κυμανθεί στα 84 €/τόνο την περίοδο 2027–2032, τα έσοδα θα φτάσουν τα 6,34 δισ. ευρώ. Αν όμως πέσει στα 45 €/τόνο, περιορίζονται στα 2,75 δισ. ευρώ. Η διαφορά των 3,59 δισ. ευρώ αρκεί για την ενεργειακή ανακαίνιση σχεδόν 36 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων κατοικιών ή την εγκατάσταση 9.000 MW αντλιών θερμότητας ή 2 GW φωτοβολταϊκών. Με άλλα λόγια, το «φτηνότερο» κόστος αγοράς ρύπων σήμερα σημαίνει λιγότερες μόνιμες λύσεις και περισσότερη εξάρτηση αύριο.
Ο κίνδυνος επανάληψης ενός παλιού λάθους
Η τεχνητή μείωση της τιμής του άνθρακα με απευθείας παρεμβάσεις στην αγορά, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αύξηση των ίδιων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου — επαναλαμβάνοντας λάθη του παρελθόντος.
Η ΕΕ έχει ήδη πληρώσει ακριβά μια παρόμοια πολιτική επιλογή: από το 2005 έως το 2018, στο πρώτο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-1), οι τιμές των δικαιωμάτων διατηρήθηκαν τεχνητά χαμηλές, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι ηλεκτροπαραγωγοί που χρησιμοποιούσαν λιγνίτη και λιθάνθρακα. Το αποτέλεσμα ήταν εκατομμύρια επιπλέον τόνοι CO₂ στην ατμόσφαιρα και, χειρότερα, νέες επενδύσεις σε ρυπογόνες μονάδες που είναι αδύνατον να αποσβεστούν, όπως η γνωστή «Πτολεμαΐδα 5» στην Ελλάδα.
Όταν τελικά οι τιμές εκτοξεύθηκαν μετά το 2018, οι καταναλωτές κλήθηκαν να πληρώσουν το τίμημα αυτών των λανθασμένων επιλογών. Αν σήμερα περιοριστεί τεχνητά η τιμή στο ΣΕΔΕ-2, κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε τον ίδιο φαύλο κύκλο: φτηνός ρύπος, αναβολή επενδύσεων, αύξηση εκπομπών, και τελικά — ακριβότερη ενέργεια για όλους.
Υπάρχει καλύτερη λύση
Αν πράγματι ο στόχος των 19 κρατών-μελών είναι να μετριάσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις του ΣΕΔΕ-2, ο δρόμος δεν είναι η αποδυνάμωση του μηχανισμού αλλά η αξιοποίηση του ίδιου του πλαισίου που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία: τα Κοινωνικά Σχέδια για το Κλίμα (ΚΣΚ).
Τα ΚΣΚ δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε κράτος να χρηματοδοτήσει στοχευμένες επενδύσεις και κοινωνικές πολιτικές — όπως επιδοτήσεις για ενεργειακές αναβαθμίσεις, εξηλεκτρισμό της θέρμανσης ή προγράμματα βιώσιμης κινητικότητας. Μάλιστα, όσο πιο γρήγορα υλοποιηθούν αυτά τα μέτρα, τόσο θα μειωθεί η ζήτηση για δικαιώματα εκπομπών και, κατά συνέπεια, και η τιμή τους στην αγορά. Δηλαδή, η λύση βρίσκεται ήδη μέσα στο ίδιο το σύστημα, όχι στην αποδόμησή του.
Το παράδοξο είναι ότι κανένα από τα 19 κράτη-μέλη που ζητούν αλλαγές στη νομοθεσία δεν έχει ακόμη καταθέσει το δικό του Κοινωνικό Σχέδιο για το Κλίμα εντός των προθεσμιών. Πώς μπορεί, λοιπόν, κάποιος να υποστηρίζει πως θέλει να προστατεύσει τους πολίτες από το ΣΕΔΕ-2, όταν δεν αξιοποιεί το βασικό εργαλείο που έχει στα χέρια του;
Η Ευρώπη σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Το διακύβευμα είναι ευρύτερο από το αν η τιμή του δικαιώματος θα είναι 45 ή 84 ευρώ. Αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και την αξιοπιστία της ΕΕ απέναντι στους ίδιους της τους στόχους.
Αν η Ένωση αρχίσει να αποδομεί τις ίδιες της τις πολιτικές πριν καν εφαρμοστούν, για να κατευνάσει γεωπολιτικές πιέσεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ή να ενισχύσει περαιτέρω τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, τότε η κοινωνικά δίκαιη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία θα παραμείνει ευχολόγιο.
Η Ευρώπη έχει μπροστά της δύο επιλογές: είτε να παραμείνει πιστή στη στρατηγική της για μηδενικές εκπομπές, αξιοποιώντας τα εργαλεία που ήδη διαθέτει, είτε να επιστρέψει στα λάθη του παρελθόντος, καθυστερώντας τη μετάβαση και επιβαρύνοντας τους ίδιους τους πολίτες της.

